Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(ἐξ ἄλλης χώρας

См. также в других словарях:

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… …   Dictionary of Greek

  • μετατρεψιμότητα — Η ευχέρεια που παρέχεται από τις νομισματικές αρχές στους κατόχους τραπεζογραμματίων να τα παρουσιάσουν οποιαδήποτε στιγμή για να μετατραπούν ελεύθερα –σε καθορισμένη αναλογία– σε χρυσό ή σε νόμισμα άλλης χώρας. Μπορεί να υπάρχει εσωτερική και… …   Dictionary of Greek

  • αποκλεισμός — αποκλεισμός, ο και απόκλειση, η 1. η απομόνωση (συνήθως με ένοπλη βία) μιας χώρας: Η Ελλάδα υπόφερε από τον αποκλεισμό που της είχαν κάνει οι Αγγλογάλλοι στον α παγκόσμιο πόλεμο. 2. «εμπορικός αποκλεισμός», η άρνηση, από εμπόρους και καταναλωτές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

  • διακοίνωση — η 1. γνωστοποίηση, αναγγελία, ειδοποίηση 2. υπογεγραμμένο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαβιβάζεται, μέσω διπλωματικού αντιπροσώπου, προς την κυβέρνηση άλλης χώρας σημαντική ανακοίνωση 3. φρ. «ρηματική διακοίνωση» ανακοίνωση που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • εκτελεστήριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση 2. το ουδ. ως ουσ. το εκτελεστήριο( ν) έγγραφο με το οποίο μια κυβέρνηση αποδέχεται τον διορισμό προξένου άλλης χώρας 3. (νομ.) «εκτελεστήριος τύπος» ορισμένος τύπος τον οποίο πρέπει να φέρουν… …   Dictionary of Greek

  • σκλαβοπάζαρο — το, Ν 1. παζάρι όπου πωλούσαν σκλάβους 2. μτφ. ξένη χώρα στην οποία μεταναστεύουν άνεργοι άλλης χώρας και στην οποία εργάζονται υπό σκληρές συνθήκες και με δυσμενείς γι αυτούς όρους …   Dictionary of Greek

  • αγοραστική δύναμη — Όρος που αναφέρεται στη δυνατότητα, μέσω του χρήματος, της απόκτησης αγαθών. H α.δ. του χρήματος είναι η σχέση του προς την αξία των αγαθών. Λέγεται και ανταλλακτικήκτητική δύναμη και προσδιορίζεται από παράγοντες που προέρχονται από το ίδιο το… …   Dictionary of Greek

  • τράνζιτο — το άκλ. (λ. ιταλ.), διακίνηση εμπορευμάτων μέσω άλλης χώρας: Η ντομάτα μας πάει στη Γερμανία τράνζιτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»